Τα
παρασκήνια και η Μεσανατολική διάσταση
του Κυπριακού
Κύπρος
η νήσος / προς Ανατολάς
Ομόγλωσση
/ Ομογάλακτη / Ομομήτρια
(Νάσα
Παταπίου, Κυπρία ποιήτρια)
του
Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Η
χουντική προδοσία του 1974, η τραγωδία
που ακολούθησε στην Κύπρο και οι συνέπειες
της τουρκικής εισβολής συνιστούν ένα
διαρκές πολλαπλό και απεχθές έγκλημα,
ένα μοναδικό ίσως φαινόμενο διεθνούς
ανομίας. Το 33% του πληθυσμού μιας χώρας
που εκτοπίσθηκε με την βία, οι χιλιάδες
νεκροί και αγνοούμενοι, ο σφετερισμός
της γης και των περιουσιών, οι λεηλασίες
και οι καταστροφές της ελληνικής
πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού
και η συνεχιζόμενη για 44 χρόνια απόπειρα
τελικής Άλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας
με εξωφρενικά σχέδια, το αποδεικνύουν.
Μετά
την εισβολή του '74 ιδρύθηκε στα Κατεχόμενα
το τουρκικό στρατιωτικό μουσείο προς
τιμήν της τουρκικής “νίκης”. Το βασικό
έκθεμα του μουσείου αυτού είναι μια
σημαία της Κύπρου... Η ταμπέλα από κάτω
γράφει: “Σημαία της πρώην
Κυπριακής Δημοκρατίας”.
Αυτή
είναι η κυνική ομολογία των προθέσεων
της άλλης πλευράς. Η πάγια θέση των
Τούρκων μετά την στρατιωτική επιχείρηση
εισβολής και κατοχής του νησιού το '74
είναι ότι στην Κύπρο έχει δημιουργηθεί
μια νέα πραγματικότητα, η Κυπριακή
Δημοκρατία έχει “τελειώσει” και το
“Κυπριακό” έχει οριστικά
λυθεί.
Αυτό
ακριβώς επιχειρούν σήμερα να νομιμοποιήσουν
μέσω της διαδικασίας που οι πολιτικοί
-ελληνική και τουρκική, νατοϊκή ηγεσία-,
οι διαπραγματευτές του ΟΗΕ και οι ξένοι
μεσολαβητές αποκαλούν Σχέδιο “Λύσης”
του Κυπριακού “Προβλήματος”, το οποίο
εμφανίζουν ως διακοινοτική διαφορά.
Στην
σημερινή κατάσταση φθάσαμε μέσα από
μια καταστροφική πορεία ηττοπαθών
σχεδιασμών και ασυγχώρητης ενδοτικότητας
της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς
για την ικανοποίηση των συμφερόντων
των υποτιθέμενων συμμάχων μας.
Αν
ήθελε κανείς να περιγράψει το ιστορικό
κακό που βρήκε το μαρτυρικό αυτό ελληνικό
νησί, την Κύπρο, από τότε που ο Άγγλος
αποικιοκράτης πάτησε εκεί το πόδι του,
140 χρόνια πριν, το 1878, δύο λέξεις είναι
κατάλληλες: κυνισμός
και συνωμοσία.
Από
τις πρώτες μέρες της αγγλικής κατοχής
άρχισε η προσπάθεια αφελληνισμού της
Κύπρου, η οποία συνεχίζεται με την
σημερινή πολλαπλή κατοχή του νησιού.
Οι
αγγλικές μεθοδεύσεις -που αποκαλύπτονται
από σωρεία εγγράφων των Άγγλων την
περίοδο της αποικιοκρατίας- αποσκοπούσαν
τόσο στον αφελληνισμό των Ελλήνων
Κυπρίων όσο και στον εκτουρκισμό των
εξισλαμισμένων από την Οθωμανική εποχή
κατοίκων του νησιού.
Εν
όψει τούτου, αποφασίσθηκε από κοινού
με την Τουρκία να δημιουργηθούν συνθήκες,
οι οποίες να οδηγούν στον τερματισμό
της ειρηνικής συμβίωσης των Ελλήνων
και των Τούρκων.
Αυτό
το συμπέρασμα εξάγεται αβίαστα μέσα
από τα Βρετανικά έγγραφα, τα οποία μας
ενημερώνουν για τα γεγονότα.
Μέσα
από αυτές τις μεθοδεύσεις οδηγηθήκαμε
στο πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή,
με αποτέλεσμα να υλοποιηθεί το δυσκολότερο
μέρος του Βρετανοτουρκικού σχεδίου,
που εκπονήθηκε την δεκαετία του 1950, ο
γεωγραφικός διαχωρισμός των δύο
κοινοτήτων.
Σήμερα,
μετά από 44 χρόνια στρατιωτικής κατοχής
και συνεχούς διπλωματικής δραστηριότητας
των συνωμοτών, η Τουρκία έπαψε να
θεωρείται κατοχική δύναμη και μετατράπηκε
σε “ενδιαφερόμενο μέρος”, με την
υπογραφή της Κυπριακής κυβέρνησης.
Το
κυπριακό πρόβλημα δεν θεωρείται πλέον
θέμα εισβολής και κατοχής και καταπάτησης
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά μια
Διακοινοτική διαφορά.
Τώρα,
πάλι οι Βρετανοί και οι νατοϊκοί με την
διπλωματία τους επιδιώκουν να θέσουν
την ελληνική πλευρά προ του εκβιαστικού
διλήμματος: ή να αποδεχθεί το σχέδιο
Ανάν σε χειρότερη εκδοχή ή να παραμείνει
το στάτους κβο που θα οδηγήσει μοιραία
στην “ταϊβανοποίηση” της Κύπρου.
Το
διαρκές αυτό έγκλημα συνεχίζεται σήμερα,
αφ' ενός, με την ανεξέλεγκτη και παράνομη
ιδιοποίηση της καταπατημένης γης των
Ελληνοκυπρίων από το κατοχικό καθεστώς
και, αφ' ετέρου, με τις παρασκηνιακές
κινήσεις με στόχο την παράκαμψη του ΟΧΙ
στο Σχέδιο Ανάν, το 2004, και την δημιουργία
αντίθετων τετελεσμένων γεγονότων.
Οι
σημερινές νεοκυπριακές αντιλήψεις, που
θέλουν να εμφυσήσουν μια ουδέτερη εθνική
ταυτότητα στους Ελληνοκύπριους, αποτελούν
την νεώτερη εκδοχή της βρετανικής
αφελληνιστικής πολιτικής, αυτό που πολύ
εύστοχα είχε προσδιορίσει ο Σεφέρης ως
μια “μηχανή” αφελληνισμού που “δουλεύει”
στην Κύπρο. Η πολύχρονη συνωμοσία για
οριστική διζωνική λύση του Κυπριακού
αποκαλύπτεται μέσα από τα απόρρητα
έγγραφα του Βρετανικού Υπουργείου
Εξωτερικών, όπως δείχνουν τα συμπεράσματα
των εξονυχιστικών μελετών της ερευνήτριας
Φανούλας Αργυρού
(Conspiracy
of
Blunder,
Λευκωσία 2000), του William
Mallinson,
ενός Βρετανού πρώην διπλωμάτη και
ειδικού στις βρετανο-κυπριακές σχέσεις
(Britain
and
Cyprus,
I.B.
Tauris,
2011), του συγγραφέα Λουκά
Αξελού (Κύπρος:
Η ανοιχτή πληγή του Ελληνισμού,
εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1994) και πολλών
άλλων.
Ιδιαίτερα
θα αναφερθώ στον Κύπριο βυζαντινολόγο Κώστα
Κύρρη, έναν σπάνιο πνευματικό άνθρωπο και
ανιδιοτελή μαχητή για τα συμφέροντα
του Ελληνισμού.
Ο
πολυμαθέστατος αυτός μελετητής, που
τον Ιούνιο έκλεισαν 9 χρόνια από τον
θάνατό του, προσπάθησε μέσα από σωρεία
άρθρων και βιβλίων να αναδείξει την
μεσανατολική διάσταση του Κυπριακού
Ζητήματος με τις ανατολικές και βαλκανικές
παραμέτρους του.
Μετά
την ανεξαρτησία της Κύπρου, ο Κώστας
Κύρρης διετέλεσε επί σειρά ετών Διευθυντής
του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών.
Οι
βαθύτερες ρίζες της συνωμοσίας
Η
θεώρηση και η αντιμετώπιση του Κυπριακού
Ζητήματος ως στενά ελληνοτουρκικού το
περιορίζει και το αποξενώνει από τις
πραγματικές διαστάσεις και την ουσία
του και καθιστά αυτούς που το χειρίζονται
ανίκανους να το αντιληφθούν, να το
μελετήσουν και να το αντιμετωπίσουν
ορθά.
Ένας
από τους λίγους που επιχείρησαν να
ερμηνεύσουν το βαθύτερο νόημα του
Κυπριακού ως Μεσανατολικού προβλήματος
και να εξηγήσουν τον ρόλο των δυνάμεων
εκτός της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν
ο ιστορικός Κώστας Κύρρης. Ακούραστος
ερευνητής και φιλόσοφος της ιστορίας,
είχε πάντα κάτι ουσιαστικό να σου πει
και, όποτε τον συναντούσα στην Λευκωσία,
έφευγα πάντοτε σοφότερος.
Ο
Κύρρης επέμενε πάντοτε ότι πρέπει να
βλέπουμε την στρατηγική και πολιτική
συνάφεια των πολέμων στην Μέση Ανατολή
με τα εθνικά θέματα της Ελλάδας, και
ιδίως το Κυπριακό.
Η
Κύπρος βρίσκεται εκεί που ενώνεται η
Ευρασία με την Αφρική, στο στενό τμήμα
της μεγάλης θαλάσσιας οδού που συνδέει
την Μεσόγειο Θάλασσα με τον Ινδικό
Ωκεανό μέσω των θαλασσίων πυλών του
Σουέζ και του Μπαμπ ελ-Μαντέμπ, ονομασία
που στα αραβικά σημαίνει “Πύλη των
Δακρύων”. Από εκεί συνδέεται με άλλες
δύο θαλάσσιες πύλες. Αυτές είναι τα
Στενά του Ορμούζ, που οδηγούν στον
Περσικό Κόλπο, και τα Στενά της Μαλάκκα,
που συνδέουν με τον Ειρηνικό. Αυτά τα
παγκόσμια στρατηγικά στενά για την
θαλάσσια μεταφορά του πετρελαίου
αποτελούν ζωτικό και εξαιρετικά σημαντικό
τμήμα της παγκόσμιας ενεργειακής
ασφάλειας.
Λόγω
της στρατηγικής της θέσης, σε όλη την
ιστορία της, εξωτερικές δυνάμεις
επιχειρούσαν πάντα να θέσουν το νησί
υπό την επιρροή τους.
Η
Κύπρος έχει διατηρήσει την στρατηγική
της σημασία και στην σημερινή πολιτική
των μεγάλων δυνάμεων και συνεχίζει να
αποτελεί πηγή αστάθειας και συγκρούσεων
λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής του 38%
του εδάφους της από την Τουρκία.
Οι
μουσουλμανικές χώρες, από την Βόρειο
Αφρική μέχρι το Ιράκ, είναι σε μεγάλη
αναταραχή μετά το 2011 εξ αιτίας της
Αραβικής Άνοιξης και των στρατιωτικών
επεμβάσεων του Αμερικανοσιωνιστικού
Άξονα.
Η
αλλαγή της στάσης της Τουρκίας απέναντι
στις Δυτικές δυνάμεις και το Ισραήλ και
η προτροπή της, δια του πρώην πρωθυπουργού
της και θεωρητικού του Νεο-οθωμανισμού,
Αχμέτ Νταβούτογλου, “ότι οι μουσουλμανικές
χώρες μπορούν να αποκτήσουν τον έλεγχο
τέτοιων σημαντικών θαλάσσιων στρατηγικών
στενών”, έφερε την Κύπρο πιο κοντά στο
Ισραήλ.
Η
νεόκοπη, όμως, αυτή τριμερής συμμαχία
Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ δεν έχει ιστορικό
βάθος, ούτε έχει ακόμα δοκιμαστεί στην
πράξη, δεδομένου ότι το Τελ-Αβίβ, από
την ίδρυση του σιωνιστικού κράτους
μέχρι πριν από μερικά χρόνια, υπήρξε
σταθερός σύμμαχος της Άγκυρας.
Το
Ισραήλ, τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή
του το 1948 μέχρι την δεκαετία του 1960,
ενδιαφέρθηκε κυρίως να κατοχυρώσει την
ασφάλειά του και γι’ αυτό να συνάψει
σχέσεις με χώρες που θα μπορούσαν να το
στηρίξουν στον ΟΗΕ και να το προμηθεύσουν
με όπλα και εποίκους.
Ήθελε,
όμως, παράλληλα να εδραιώσει δεσμούς
με την Κύπρο προκειμένου να σπάσει την
απομόνωσή του, αλλά επίσης να εξασφαλίσει
την δημιουργία φιλικών σχέσεων με ένα
νέο κράτος με το οποίο «είχαν κοινά
σύνορα».
Όπως
συμπεραίνεται από αποχαρακτηρισμένα
διπλωματικά έγγραφα και πηγές αυτής
της περιόδου, η ισραηλινή διπλωματία
είχε χαράξει τον δρόμο συνεργασίας με
την Ελλάδα έτσι ώστε να περνάει από την
Λευκωσία.
Αυτά
αποκάλυψε σε ένα άρθρο του στο Middle
East
Review
of
International
Affairs
(τεύχος Σεπτεμβρίου 2003) ο Ισραηλινός
καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο
της Χάϊφας, Zach
Levey.
Έξι
βασικοί στόχοι της ισραηλινής εξωτερικής
πολιτικής έκαναν προεξέχουσα την
εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων με
την Κύπρο, σύμφωνα με τα γραφόμενα του
Zach
Levey.
Πρώτον,
το Ισραήλ ήθελε να αποκρούσει τις πιέσεις
από την Ένωση της Αιγύπτου με Συρία
(Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία) και, κατά
δεύτερο λόγο,
επεδίωκε επίσης να σταματήσει την
απομόνωση που περιέβαλε την διεθνή
διπλωματική του υπόσταση. Τρίτον,
ως ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος μπορούσε
να ψηφίσει στον ΟΗΕ, κάτι εξαιρετικά
υπολογίσιμο για το ασταθές τότε κράτος
της Μέσης Ανατολής που φοβόταν τις
αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Ένας
τέταρτος παράγοντας
για την σύναψη σχέσεων ήταν οι στενότερες
εμπορικές συναλλαγές. Πέμπτος
στόχος ήταν η προσπάθεια του Ισραήλ να
βελτιώσει τις παγωμένες σχέσεις του με
τον ελληνισμό ο οποίος, λόγω των ελληνικών
κοινοτήτων στην Αίγυπτο, την Συρία και
αλλού, είχε ταχθεί με το μέρος του
Αραβικού κόσμου. Η Ελλάδα χειροκρότησε
την νίκη της Αιγύπτου το 1956 επί της
Βρετανίας και τόσο οι Έλληνες όσο και
οι Ελληνοκύπριοι ανησυχούσαν πολύ για
τις ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου.
Έκτον,
το Ισραήλ προσέβλεπε σε στενότερες
σχέσεις με την Τουρκία, στο πλαίσιο της
περιφερειακής πολιτικής του για καλές
σχέσεις με τα μη-αραβικά κράτη της
περιοχής.
Το
Ισραήλ εξ αρχής ΔΕΝ ήθελε να δει την
Ελλάδα κυρίαρχη στην Κύπρο και περιφερειακή
δύναμη με αξιώσεις στην Ανατολική
Μεσόγειο γι’ αυτό ασκούσε παρασκηνιακές
πιέσεις στην Αγγλία και στον ΟΗΕ να
υποστηρίξουν το «ταξίμ»,
δηλ. την τουρκική στρατηγική της
διχοτόμησης του νησιού. Δεν άργησαν,
μάλιστα, να θεωρήσουν εχθρική δύναμη
την Κύπρο του Μακαρίου λόγω των στενών
σχέσεών της με την Αίγυπτο και τον
Αραβικό κόσμο και να συζητήσουν μέχρι
και “την παροχή στρατιωτικής βοήθειας
στους Τουρκοκύπριους”, λέει ο Levey.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι αυτή η
πολιτική εξυπηρετούσε
απόλυτα την
στρατηγική της Αμερικής και του ΝΑΤΟ
στην αναχαίτιση της επιρροής της ΕΣΣΔ
στην περιοχή.
Από
την στιγμή που ο Μακάριος δεν μπορούσε
να χαράξει αποφασιστικά εξωτερική
πολιτική χωρίς την συγκατάθεση του
Τούρκου αντιπροέδρου, οι Ισραηλινοί
ηγέτες αποφάσισαν να στηρίξουν δραστικά
τους Τούρκους.
Τον
Ιούλιο του 1959, ο Moshe
Sasson,
επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής
του ισραηλινού ΥΠΕΞ, αναγνώρισε σε μια
σύσκεψη ανώτερων αξιωματούχων για την
πολιτική του Ισραήλ προς την Κύπρο, ότι
οι Τουρκοκύπριοι ήταν οι «φυσικοί
σύμμαχοι» του
Ισραήλ. (Zach
Levey,
«Η είσοδος του Ισραήλ στην Κύπρο,
1959-1963», σ.76).
Το
Ισραήλ εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι
το κυπριακό Σύνταγμα έδινε τόσο στον
Έλληνα πρόεδρο (Αρχιεπίσκοπο Μακάριο)
όσο και στον Τούρκο αντιπρόεδρο (Κουτσούκ)
την ισχύ του βέτο σε θέματα άμυνας,
εσωτερικής ασφάλειας και εξωτερικών
υποθέσεων. Αυτή ήταν και η αρχή για όλα
τα μετέπειτα δεινά της Κύπρου.
(...)
[Απόσπασμα
από μεγαλύτερη έρευνα που δημοσιεύεται
στο Hellenic Nexus
τ.132, Ιούλιος 2018]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου